Σελίδες

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

Θάνος Ανεστόπουλος - Θλίψη (Απανεμιά, 11-12-2012)



Μας μεγαλώνουν σε μια χώρα γεμάτη ήλιο και σακιά γεμάτα με μην. Μην κλαις, μη φοβάσαι, μη στεναχωριέσαι, μη θλίβεσαι, μην υπάρχεις, έτσι όπως σε θέλω εγώ να υπάρχεις, μην, μην, μην. Η άλλη χώρα η ονειρική που 'χει ένα σακί γεμάτο με θέλω. Θέλω να νιώθω, θέλω να νιώθω ότι με νιώθεις, θέλω να περνώ μέσα απ' ότι νιώθω και να βγαίνω νικητής, νικήτρια. Θέλω να μην γίνω όμως σκλάβος σου, ο δούλος, θέλω να ξέρω, να αντιδρώ, να καταλαβαίνω, να βλέπω, να ακούω.

Δεν μπορείς να βρεις τις λέξεις, για ότι σου έχει λείψει 
όμως ξέρεις οι άλλοι αυτό το λένε θλίψη.
Χάιδεψε το πρόσωπό σου, δάκρυα στο 'χουνε κεντήσει
και μη σε φοβίζει αυτό, που λένε θλίψη.
Στα υπόγεια που έμεινες, και όπου έχεις τριγυρίσει
καν' την βόλτα σου ξανά, κι ας έχει θλίψη.
Τώρα πια δεν θα χαθείς, την ψυχή σου έχεις νίψει
με αυτό που ονομάσαν, οι άλλοι θλίψη, θλίψη, θλίψη.

Ξυπνάς ιδρωμένος, λουσμένος από τον ιδρώτα μέσα στο χοντρό σου πάπλωμα, δε σου φτάνει το ένα, έχεις βάλει κι άλλο, κι άλλη κουβέρτα και την παλιά κουβέρτα που σε σκέπαζε η μητέρα σου. Αργά κατευθύνεσαι προς τον καθρέφτη σου, καρφωμένος με κόμπο στον τοίχο, μεγάλος για να σε βλέπεις ολόκληρο, στηρίζεσαι επάνω του, κοιτιέσαι. Χαϊδεύεις το πρόσωπό σου, χαϊδεύεις το πρόσωπό σου, χαϊδεύεις την ψυχή σου, χαϊδεύεις τη θλίψη σου. Ανοίγεις το ραδιόφωνο και ακούς, διαφημίζουνε έναν όμορφο κόσμο γελαστό, πολύχρωμο με χίλια ουράνια τόξα γύρω απ' τα μάγουλά σου. Απαγορεύονται οι γκρίζες συννεφιές, απαγορεύονται τα ύποπτα ψιλόμαυρα ξημερώματά σου, απαγορεύεται η σκιά κάτω απ' το μάτι σου, απαγορεύεται η ίδια σου η σκιά, χαρά, κρατιέσαι, τέντωσε λίγο τα σχοινάκια γύρω απ' τ' αυτιά σου, μόνιμο χαμόγελο στο σχολείο σου, στη δουλειά σου, στο κρεβάτι μετά τον έρωτα. Μην προλάβεις ν' ανάψεις τσιγάρο, όχι, μην ανάβεις τσιγάρο, γέλα, γέλα. Ζωγραφίζεις ένα μόνιμο χαμόγελο στο νεκροζώντανο προσωπάκι σου. Ανοίγεις την ατζέντα της ζωής σου, ψάχνεις που μπορείς να βρεις τις λέξεις για ότι σου έχει λείψει. Άμα παίρνεις φόρα περνάς μέσα απ' τον καθρέπτη, εκατομμύρια μικρά κομματάκια γυαλί γεμίζουνε με μικρές κοψιές τις φλέβες σου. Ανεβαίνεις στην ταράτσα και κοιτάς το μικρό πέτρινο κόσμο γύρω σου, κανείς δεν χαμογελά, γυάλινα βλέμματα έχει η γάτα μπροστά σου. Τι θυμάσαι αυτή τη γάτα; Νόμιζες ότι χαμογελούσε πάντα έτσι όπως τριβόταν στην κοιλιά σου, έτσι όπως έβγαινε απ' την κοιλιά σου και γινόταν τίγρης. Θυμάσαι την πρώτη φορά που πλημμύρισε το υπόγειο; Το πρώτο υπόγειο που έμεινες, γέλαγες σαν τρελός, δεν το 'βαζες κάτω, είπες τα νερά θα εξατμιστούν, τα νερά θα εξατμιστούν, αλλά δικά μου τα δάκρυα, δικά μου πια τα γέλια μου, δικά μου τα δάκρυά μου, αυτά αφήστε με τα τα εξατμίσω εγώ όποτε θελήσω. Βρέχει έξω αλλά δεν πονάω, πάντα μου άρεσε η βροχή, όχι, κι ο ήλιος, αλλά μου έλεγαν ότι πονάει ο ήλιος με ανεξίτηλες.

Τώρα αν βρέχει δεν πονάς, ομορφιά σ' έχει τυλίξει
δεν σε νοιάζει αν την λένε, οι άλλοι θλίψη.
Δεν μπορείς να βρεις τις λέξεις, για όλα όσα σου έχουν λείψει 
όμως ξέρεις οι άλλοι αυτό, το λένε θλίψη, θλίψη, χα θλίψη.

Θα μου λείψετε, γεια σας, καληνύχτα παιδιά. 

Θ.Α. ..... 11-12-2012.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναγνώστες