Σελίδες

Τρίτη 22 Αυγούστου 2017

Θάνος Ανεστόπουλος - Θλίψη (Απανεμιά 29-1-2013)



Συνήθως τις περισσότερες μέρες κάθε βδομάδα πλέον λείπω εκτός Αθηνών. Γυρίζω από πόλη σε πόλη σε μικρά καφέ, σε μικρά μπαρ, έτσι όπως είμαστε σήμερα εδώ με την κιθάρα μου με πολλούς νέους ανθρώπους και όχι μόνο. Οι πιο νέοι άνθρωποι έρχονται περιμένοντας να τους δώσω απαντήσεις. Δεν κατάλαβαν ότι πλέον δεν έχω να τους δώσω (ούτε είχα ποτέ) απλά μέσα από τους στίχους και τα λόγια και την ποίηση ίσως μπορείς να αφυπνιστείς, να κινητοποιηθείς. Αλλά χρειάζεται εσωτερικό σκάψιμο στο καθένα, αλλά μερικές φορές λυγάς, σπας σαν κλαράκι. Έτσι λοιπόν ένοιωσα (μια ιστορία που την λέω και την ξαναλέω) και την συνδέω με το τραγούδι που ακολουθεί. Ένοιωσα πριν από αρκετό καιρό, όχι πολύ κάνα μήνας έχει περάσει. Ερχόμενος με τα πράγματα, με την κιθάρα, τον σάκο μου, είδα ανοιχτό το παράθυρο το οποίο ήτανε για δυο μήνες κλειστό και υπέθεσα ότι νοικιάστηκε. Μπορείς να δεις άμα περάσεις και είναι ανοικτά τα συγκεκριμένα παράθυρα τα δικά μου και των διπλανών. Είδα λοιπόν μέσα από τη μέση και πάνω ημίγυμνο ένα νέο παλικάρι είκοσι έξι, είκοσι εφτά ετών να έχει ακουμπήσει τα χέρια του στον καθρέφτη στον τοίχο (ένα μεγάλο καθρέφτη) και τον άκουσα επίμονα να λέει στο είδωλό του ....
- Σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ.
Το ίδιο και την επόμενη μέρα. Ξανά έξω από το μπαλκόνι κοντοστάθηκα, ίδια ώρα ακριβώς έτυχε να τον δω και να τον ακούσω να λέει ....
- Σε μισώ, σε μισώ.
Δεν μπόρεσα να τον γνωρίσω γιατί έφυγα αμέσως την επόμενη. Κάποια στιγμή είπα στον εαυτό μου θέλω να του μιλήσω. Μετά από αρκετές μέρες ξαναγύρισα, άκουσα να ανεβαίνουν τα στόρια. Δεν μπορούσα να δω την πόρτα και δεν θα το έκανα ούτως ή άλλος να του χτυπήσω έτσι σαν άγνωστος έχω κι εγώ την, ξέρεις, κυρίως δεν σταματιέμαι αλλά αυτό δεν θα το έκανα. Οπότε έκανα το εξής, βγήκα, πήγα πήρα κάτι τσιγάρα ας πούμε και γυρνώντας περίμενα να τον δω αν ήταν μέσα, να του μίλαγα, να του έλεγα μια καλημέρα, έτσι να αρχίσουμε μια κουβέντα. Τον είδα ακριβώς στο ίδιο σκηνικό. Τα χέρια στον καθρέφτη να μιλάει, να φτύνει την λέξη αυτή το ρήμα προς το είδωλό του. Μόνο που εκείνη την φορά ήταν ανοιχτό και ένα ραδιοφωνάκι με έναν καργιόλη δημοσιογράφο να μιλάει με ένα μεγαλοπολιτικάντη. Και το παιδί έλεγε ....
- Σας μισώ, σας μισώ, σας μισώ.
Ένοιωσα κάπως περίεργα, δεν του μίλησα. Μετά από αρκετές μέρες πάλι κι όταν ξαναπέρασα επέμεναν να είναι κατεβασμένα τα στόρια. Ρώτησα τη διαχειρίστρια της πολυκατοικίας.
- Ποιος (μου λέει).
- Ο νέος ο νοικάρης. Λείπει;
- Ναι (μου λέει), δια παντός.
- Τι εννοείς;
- Ο Αλέξανδρος λες, ο Αλέξανδρος κρεμάστηκε προχτές που λείπατε.
Είναι περίπου πέντε χιλιάδες οι αυτοκτονίες στη χώρα μας με μέσο όρο ηλικίας τα είκοσι έξι μέσα στα τελευταία δυόμυσι χρόνια. Καταγράφονται και μπορεί κάποιος είτε με υγεία είτε νοσηρά να τις παρακολουθεί από ένα σάιτ (δε θα σας πω και το σάιτ). Εγώ έχω αποκτήσει αυτή την απίστευτη εμμονή να μπαίνω και να το παρακολουθώ. Να βλέπω αυτό τον αριθμό να υπάρχει και να γίνεται μόνο, να υπάρχει σαν αύξωντας. Ένα θέλω να πω, ότι προσπαθούν να μην μας αφήνουν να περνάμε μέσα απ' το κάθε συναίσθημα. Η κάθε μορφή εξουσίας θέλει σκλάβους, θέλει δούλους, είλωτες, υπάκουα όντα τα οποία να είναι ρομποτάκια, να περνάνε μόνο τα συναισθήματα που τους καλλιεργούν με τα χιλιάδες ΜΗΝ τους.
- ΜΗΝ κλαις, ΜΗΝ πίνεις, ΜΗΝ τρως, ΜΗΝ αισθάνεσαι, ΜΗΝ φοβάσαι, ΜΗΝ οργίζεσαι, ΜΗΝ θυμώνεις. Να χαίρεσαι μόνο μαλάκα, να χαίρεσαι μόνο καργιόλα. Είσαι πολύ αχάριστη και αχάριστος σε τέτοια χώρα που ζεις, με τέτοιον ήλιο. Δεν σε ενοχλούν τα λαστιχάκια που σου έχουν φορέσει μέχρι τα αυτιά, είναι αντιαλλεργικά και δεν φαίνονται, είναι αόρατα. Έτσι; Ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά πρέπει να έχεις. Τι τυχερός είσαι.
Μ' αυτό το ροζ συννεφάκι μας μεγάλωσαν και άλλες γενιές μεγάλωσαν και τα παιδιά τους, σηκώθηκαν απ' το χαλάκι. Και τώρα αυτά τα παιδιά δεν ξέρουν που να απευθυνθούν, ζητάνε απαντήσεις από δω και από εκεί, γίνονται κοινό του Λαζόπουλου και δεν συμμαζεύεται. Μετά στο τέλος αυτοκτονούν. Αλλά ας ΜΗΝ αυτοκτονούμε, να ΤΟΥΣ αυτοκτονούμε.
Αυτοκτονήστε τους. Και να περνάμε από κάθε συναίσθημα.
Μ' αυτό θα ΄θελα να σας αποχαιρετήσω για σήμερα.

Δεν μπορείς να βρεις τις λέξεις, για ότι σου έχει λείψει 
όμως ξέρεις οι άλλοι αυτό το λένε θλίψη.
Χάιδεψε το πρόσωπό σου, δάκρυα στο 'χουνε κεντήσει
και μη σε φοβίζει αυτό που λένε θλίψη.
Στα υπόγεια που έμεινες, και όπου έχεις τριγυρίσει
καν' την βόλτα σου ξανά κι ας έχει θλίψη.
Τώρα πια δεν θα χαθείς, την ψυχή σου έχεις νίψει
με αυτό που ονομάσαν οι άλλοι θλίψη.
Τώρα αν βρέχει δεν πονάς, ομορφιά σ' έχει τυλίξει
δεν σε νοιάζει αν τη λένε οι άλλοι θλίψη.
Δεν μπορείς να βρεις τις λέξεις, για ότι σου έχει λείψει
μα μη σε φοβίζει αυτό που οι άλλοι το λένε θλίψη, θλίψη.

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

Θάνος Ανεστόπουλος - Θλίψη (Απανεμιά, 11-12-2012)



Μας μεγαλώνουν σε μια χώρα γεμάτη ήλιο και σακιά γεμάτα με μην. Μην κλαις, μη φοβάσαι, μη στεναχωριέσαι, μη θλίβεσαι, μην υπάρχεις, έτσι όπως σε θέλω εγώ να υπάρχεις, μην, μην, μην. Η άλλη χώρα η ονειρική που 'χει ένα σακί γεμάτο με θέλω. Θέλω να νιώθω, θέλω να νιώθω ότι με νιώθεις, θέλω να περνώ μέσα απ' ότι νιώθω και να βγαίνω νικητής, νικήτρια. Θέλω να μην γίνω όμως σκλάβος σου, ο δούλος, θέλω να ξέρω, να αντιδρώ, να καταλαβαίνω, να βλέπω, να ακούω.

Δεν μπορείς να βρεις τις λέξεις, για ότι σου έχει λείψει 
όμως ξέρεις οι άλλοι αυτό το λένε θλίψη.
Χάιδεψε το πρόσωπό σου, δάκρυα στο 'χουνε κεντήσει
και μη σε φοβίζει αυτό, που λένε θλίψη.
Στα υπόγεια που έμεινες, και όπου έχεις τριγυρίσει
καν' την βόλτα σου ξανά, κι ας έχει θλίψη.
Τώρα πια δεν θα χαθείς, την ψυχή σου έχεις νίψει
με αυτό που ονομάσαν, οι άλλοι θλίψη, θλίψη, θλίψη.

Ξυπνάς ιδρωμένος, λουσμένος από τον ιδρώτα μέσα στο χοντρό σου πάπλωμα, δε σου φτάνει το ένα, έχεις βάλει κι άλλο, κι άλλη κουβέρτα και την παλιά κουβέρτα που σε σκέπαζε η μητέρα σου. Αργά κατευθύνεσαι προς τον καθρέφτη σου, καρφωμένος με κόμπο στον τοίχο, μεγάλος για να σε βλέπεις ολόκληρο, στηρίζεσαι επάνω του, κοιτιέσαι. Χαϊδεύεις το πρόσωπό σου, χαϊδεύεις το πρόσωπό σου, χαϊδεύεις την ψυχή σου, χαϊδεύεις τη θλίψη σου. Ανοίγεις το ραδιόφωνο και ακούς, διαφημίζουνε έναν όμορφο κόσμο γελαστό, πολύχρωμο με χίλια ουράνια τόξα γύρω απ' τα μάγουλά σου. Απαγορεύονται οι γκρίζες συννεφιές, απαγορεύονται τα ύποπτα ψιλόμαυρα ξημερώματά σου, απαγορεύεται η σκιά κάτω απ' το μάτι σου, απαγορεύεται η ίδια σου η σκιά, χαρά, κρατιέσαι, τέντωσε λίγο τα σχοινάκια γύρω απ' τ' αυτιά σου, μόνιμο χαμόγελο στο σχολείο σου, στη δουλειά σου, στο κρεβάτι μετά τον έρωτα. Μην προλάβεις ν' ανάψεις τσιγάρο, όχι, μην ανάβεις τσιγάρο, γέλα, γέλα. Ζωγραφίζεις ένα μόνιμο χαμόγελο στο νεκροζώντανο προσωπάκι σου. Ανοίγεις την ατζέντα της ζωής σου, ψάχνεις που μπορείς να βρεις τις λέξεις για ότι σου έχει λείψει. Άμα παίρνεις φόρα περνάς μέσα απ' τον καθρέπτη, εκατομμύρια μικρά κομματάκια γυαλί γεμίζουνε με μικρές κοψιές τις φλέβες σου. Ανεβαίνεις στην ταράτσα και κοιτάς το μικρό πέτρινο κόσμο γύρω σου, κανείς δεν χαμογελά, γυάλινα βλέμματα έχει η γάτα μπροστά σου. Τι θυμάσαι αυτή τη γάτα; Νόμιζες ότι χαμογελούσε πάντα έτσι όπως τριβόταν στην κοιλιά σου, έτσι όπως έβγαινε απ' την κοιλιά σου και γινόταν τίγρης. Θυμάσαι την πρώτη φορά που πλημμύρισε το υπόγειο; Το πρώτο υπόγειο που έμεινες, γέλαγες σαν τρελός, δεν το 'βαζες κάτω, είπες τα νερά θα εξατμιστούν, τα νερά θα εξατμιστούν, αλλά δικά μου τα δάκρυα, δικά μου πια τα γέλια μου, δικά μου τα δάκρυά μου, αυτά αφήστε με τα τα εξατμίσω εγώ όποτε θελήσω. Βρέχει έξω αλλά δεν πονάω, πάντα μου άρεσε η βροχή, όχι, κι ο ήλιος, αλλά μου έλεγαν ότι πονάει ο ήλιος με ανεξίτηλες.

Τώρα αν βρέχει δεν πονάς, ομορφιά σ' έχει τυλίξει
δεν σε νοιάζει αν την λένε, οι άλλοι θλίψη.
Δεν μπορείς να βρεις τις λέξεις, για όλα όσα σου έχουν λείψει 
όμως ξέρεις οι άλλοι αυτό, το λένε θλίψη, θλίψη, χα θλίψη.

Θα μου λείψετε, γεια σας, καληνύχτα παιδιά. 

Θ.Α. ..... 11-12-2012.


Αναγνώστες