Σελίδες

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

Θάνος Ανεστόπουλος - Από τις ΡΙΖΕΣ ως τα ΑΝΘΗ του καλού (Παλλάς 14-5-2016)

Ολόκληρη η απομαγνητοφώνηση της εκπληκτικής σε σύλληψη, δημιουργία και εκτέλεση μουσικής παράστασης του Θάνου Ανεστόπουλου "Από τις ΡΙΖΕΣ ως τα ΑΝΘΗ του καλού", στο Θέατρο "Παλλάς", το Σάββατο 14 Μαΐου 2016.
Θάνο σ' αγαπάμε!!!!!!!!!


Και γίνεται δεκατέσσερα. Τα γενέθλιά του σε νησί. Ποιο θα 'ταν το καλύτερο δώρο που θα 'πρεπε να του κάνουν. 
- Τι μου 'φερες;
- Μια κιθάρα.
- Μια κιθάρα; 
Όλο τον επόμενο μήνα η δεκαοχτάχρονη Μάριαν τον ξενάγησε στις πιο όμορφες γωνιές του νησιού. Εκεί για πρώτη φορά έχασε την αγνότητά του και κέρδισε την αιώνια αθωότητα. 
- Θα μου παίξεις ένα κομμάτι;
- Ένα έχω μάθει.
- Το πρώτο σου ε;
- Προσπαθώ να πιάσω, να, να στο δείξω λίγο;
- Πως το λένε αυτό που ακούω;
- The house of the rising sun.
- Όλοι οι φίλοι μου με αυτό αρχίσανε, κι εσύ μ' αυτό; Έλα σου 'φερα κι εγώ το δώρο σου για τα γενέθλιά σου, θα το ξεδιπλώσεις όταν θα μπω στο πλοίο, εντάξει; Μου το υπόσχεσαι αυτό.
Έφυγε, δεν ξανάκουσα για χρόνια τίποτα γι' αυτήν, η Μύριαμ. Έφυγε μαζί με αυτά τα λευκά κρινάκια που φυτρώνουν στην άκρη της θάλασσας. Άνοιξα το βιβλίο, διάβασα τις πρώτες σελίδες. Ποιήματα είχε μέσα, η πρώτη μου ποιητική συλλογή με κάτι μεγάλα μαύρα μελαγχολικά μάτια στη φωτογραφία της στο εξώφυλλο. 
Μαρία Πολυδούρη.
Κοντά σου.


Τι έγινε;
Που είναι, που είναι, που είναι.
Που είναι;
Ψάχνω, πόσο καιρό ψάχνω;
Που είναι;
Όλα μου φαίνονται μικρά, μικρά.
Που είναι;
Θέλω οπωσδήποτε να τα βρω.
Μόνο όταν τα 'χω τα βλέπω πιο μεγάλα.
Και πιο άγρια, μεγάλα και άγρια.
Με τρομάζει αυτός ο μικρός κόσμος.
Με τρομάζουν αυτοί οι μικροί άνθρωποι.
Με τρομάζουν αυτοί οι μικροί στόχοι που έχουν.
Αχ, κι αυτό το κορμί, με έχει πονέσει πάρα πολύ.
Δεν αντέχω πια, ενώ όταν τα βρίσκω.
Που είναι τώρα, που είναι;
Αχ.
Που τα 'χω βάλει και κάθε φορά που τα βρίσκω, ξέρω ότι ...
Νάτα, νάτα δίπλα μου πάλι.
Πάλι δίπλα μου ήταν.
Ααα.
Τι ΜΕΓΑΛΟΣ κόσμος
Τι ΜΕΓΑΛΟΙ που είστε.
ΜΕΓΑΛΑ γράμματα.
Κι άγρια, άγρια πράγματα. άγρια πράγματα.
Και το μέλι άγριο είναι.
Άγριο.
Άγριο μέλι.


Κι έτσι τα καράβια φεύγαν τα μεγάλα τους ταξίδια,
τα αεροπλάνα έσκιζαν τους ουρανούς τρυπώντας τα αερόστατα,
και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από χιλιάδες βαν.
Bαν φορτωμένα με μουσικούς, με συγκροτήματα,
με καλώδια, με πεταλιέρες, με δίκασα, με ταμπούρα,
με καλώδια, καλώδια, καλώδια, καλώδια, καλώδια.
Καλώδια από Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Γιάννενα, Κρήτη
μέχρι την Κύπρο, πάνω Κομοτηνή, στα νησιά.
Συγκροτήματα συναντιόντουσαν στους δρόμους.
- Εσείς που πάτε σήμερα;
- Πρέπει να περάσουμε την κατάρα.
- Προσέξτε την περάσαμε χθες θα βρείτε χιόνι πολύ. Πήγε καλά;
- Καλά ήταν αλλά ψάχναμε τον ντράμερ μας,
- Τι έπαθε;
- Ε μέθυσε και τραβιόταν με μια.
- Μάλιστα. Πως από δω καθίσατε κι εσείς να φάμε; Καθίστε.
- Βιαζόμαστε να φτάσουμε στην άλλη πόλη ....
- Που πάτε;
- Βορά
- Ά, από κει ερχόσαστε;
- Ναι
- Τι έχετε να κάνετε το καλοκαίρι;
- Έλα ας τα αφήσουμε αυτά τώρα, βάλε λίγο να πιούμε.
Κι έτσι λοιπόν ήταν τα ωραία καλοκαίρια
που ανθίζαμε τραγούδια και γινόντουσαν φιλίες.
Είτε στην επιφάνεια, είτε υπογείως.
Πρόβες, πρόβες, συγκροτήματα, καλώδια.
Γρηγόρης Κλιούμης.


Ότι υπάρχουμε ακόμα.
Ότι υπάρχουμε ακόμα.
Υπάρχουμε ακόμα.
Υπάρχουμε ακόμα;
Θα υπάρχουμε εμείς, ναι.
Ότι και να κάνουνε, εμείς θα υπάρχουμε.
Κι εμείς αγάπη μου.
Κι εμείς οι δυο θα υπάρχουμε.
Ως το τέλος του κόσμου.
Θα υπάρχουμε.


- Κύριε Λεονάρδε, κύριε Λέοναρντ Κοέν είστε ρομαντικός ή το παίζεται ρομαντικός.
- Αυθαδέστατε.
- Το λέω γιατί με ενδιαφέρει, σέβομαι πάρα πολύ τους ρομαντικούς. Στην εποχή μας ξέρετε κύριε Λεονάρδε το πιο επαναστατικό είναι να 'σαι ρομαντικός. Και η μεγαλύτερη δράση είναι να ξέρεις να αγαπάς, αληθινά.
- Και να γράφεις και αληθινά τραγούδια επίσης.
- Ναι, θα συμφωνήσω κύριε Λεονάρδε, εσείς το 'χετε κάνει, είστε απ' τους αγαπημένους μου εφηβικούς ήρωες. Μαζί με καμιά χιλιάδα άλλους καταραμένους, αλλά έχω φύγει προ πολλού απ' εκείνη την εφηβεία με καταλαβαίνετε.
- Ωραία, τ' ακούς ακόμα τα τραγούδια μου;
- Όχι, αλλά μπορούν να τα τραγουδήσουν οι φίλοι μου ξέρετε κύριε Λεονάρδε.
Λόλεκ.
Γιάννη αγαπημένε μου φίλε.
Γιάννη σε χρειάζομαι.


Γύρισε στο σπίτι του εκεί που για σαράντα ολόκληρα χρόνια
τον περίμενε η αγαπημένη του γυναίκα.
Πλησίασε, της μίλησε, με γυρισμένη την πλάτη.
Κατάλαβε γρήγορα όταν τα χείλι του ακούμπησαν το μέτωπό της.
Το παγωμένο μέτωπό της.
Σήκωσε τον ψυχοασκό της, το σώμα της στα χέρια του.
Κατευθύνθηκε προς το ποτάμι.
Το μικρότερο ποταμάκι που υπήρχε στη Σιβηρία,
στη σαράντα χρόνια περιοχή
που ζήσανε και μεγαλώσανε μαζί.
Και εναπόθεσε αυτόν τον ψυχοασκό
στα ήρεμα νερά του ποταμιού,
να την πάρει μακρυά.
Αυτός κάθισε στις όχθες του ποταμού,
έβγαλε ένα χαρτί και έγραψε τα παρακάτω λόγια.
Σε ποίηση Αρσένι Ταρκόφσκι,
του ποιητή πατέρα του Αντρέι Ταρκόφσκι.
Μα κάτι άλλο ζητώ.


- Πότε θα πάμε στο Παρίσι; Ποτέ δεν με πήγες στο Παρίσι. Ξέρεις τόσες φορές που το 'χεις πει, ξέρεις, όποτε βλέπω έστω και σε καρποστάλ το Παρίσι, ξέρεις τι μου θυμίζει το Παρίσι;
- Τι σου θυμίζει το Παρίσι;
- Ότι δεν έχω πάει, ποτέ.
- Μάλιστα. Δεν έχεις ταξιδέψει χιλιάδες φορές, νοητά; Δε σου φτάνει; Δε βλέπεις τι γίνετε τώρα στο Παρίσι; Που είναι όλοι έξω στους δρόμους; Σ' αντίθεση με εδώ που είναι όλοι στα σπίτια τους; Τι θες να κάνεις στο Παρίσι; Να πάρεις κακά παραδείγματα και να 'ρχεσαι πάλι πίσω για μας βγάζεις έξω στους δρόμους; Πες μου;
- Ταξίδεψα νοητά ναι στην εφηβεία, αυτή την καμένη εφηβεία, μ' αυτά τα καμένα βιβλία.
- Ποιος σου 'φταιξε να κάψεις τα βιβλία σου.
- Ήταν μια αντίδραση δεν το καταλαβαίνεις.
- Ποιος σου είπε ότι τα βιβλία πρέπει να καίγονται για οποιοδήποτε λόγο. Αυτός ο Ελυάρ, ο Πωλ Βερλαίν, ο Μαλαρμέ, ο Τριστάν Κορμπιέρ όλος, όλος αυτός ο κόσμος, ο Ρεμπώ, ο Μποντλέρ έχεις ξεμείνει, στα ράφια σου δεν υπάρχει πια Παρίσι, το καταλαβαίνεις; Πάει το Παρίσι το 'καψες.
- Εσύ το είχες κάψει μέσα σου.
- Ο καθένας έχει το δικό του Παρίσι, εγώ έχω το δικό μου.
- Ποιο είναι τον δικό σου;
- Ε, Κώστας Παρίσσης.


Τα περισσότερα αντίο έχουν δοθεί νύχτα.
Και ξημερώματα.
Η νύχτα.


Και ξαφνικά ήρθε η τζαζ στη ζωή μας.
Αγοράσαμε τρομπέτες,
παίζαμε άμετρα, άχρονα,
αυτοσχεδιάζαμε τις νύχτες μας,
αγοράζαμε βινύλια, ενίοτε τα κλέβαμε,
ξεκοκαλίσαμε όλη τη "bit generation".
Είδαμε, μικροί μιμιθήκαμε,
ντυθήκαμε, ξενυχτήσαμε,
είδαμε αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, τρένα, καράβια,
αφεθήκαμε, χαθήκαμε.
Και έπειτα γυρίσαμε και μάθαμε
και για την κυρία Νίνα Σιμόν,
την θεία Σιμόν.
Νάσια Γκόφα-Τηλέμαχος Μούσας.


- Λες ψέματα, λες ψέματα.
Για άλλη μια φορά λες ψέματα.
Ψέμα ένα, ψέμα δύο.
- Μα μας μεγάλωσαν με ψέματα έτσι έμαθα.
Κι εσύ άλλωστε έτσι δεν είναι;
Ψέμα τέταρτο, ψέμα πέμπτο, ψέμα έκτο
- Μα, εσύ είπες ποτέ την αλήθεια;
- Σταμάτα
Ψέμα έβδομο, ψέμα όγδοο, ψέμα ένατο, ψέμα δέκατο.
- Και τι κάναμε για να σταματήσουμε τα ψέματα;
- Ανακαλύψαμε άλλα ψέματα, χαζέ.
Ψέμα για το ψέμα.
Ψέμα για το ψέμα του ψέματος.
Ψέμα για το ψέμα του ψέματος που βγήκε ψέμα, προτού βγει.....
- Τι; Πες το, πες το, πες το, προτού βγει τι; Προτού βγει τι;
- Αληθινό.
- Ποιο το ψέμα μωρέ, αληθινό ψέμα;
Υπάρχουν αληθινά ψέματα;
- Υπάρχουν αληθινά ψέματα, υπάρχουν.
Δεν υπάρχουν όμως αλήθειες, έστω ψεύτικες αλήθειες.
Εγώ θέλω αλήθειες, αληθινές αλήθειες.
Αλήθεια ένα, αλήθεια δυο, αλήθεια τρια.
Ας ξεκινήσει να είναι μικρές, τόσο δα στην αρχή, μικρούλες αλήθειες.
Φλομώσαμε στα ψέματα, μια μικρή αλήθεια.
Μια μικρή αλήθεια, έστω μια τόσο δα.

Μικρές αλήθειες.


Και προχωρούσαμε και προχωρούσαμε, βαδίζαμε μέρες τρεις, νύχτες τρεις, βαδίζαμε μέσα στην έρημο, ερχόμασταν από την έρημο, κοκάλινα κρανία παντού, το κρανίο των fifties, το κρανίο των sixties, το rock en roll βαμμένο κόκκινο με τον ήλιο του στον καυτό ουρανό, γύπες παντού λιμασμένα όρνια να περιμένουν τον θάνατο των τελευταίων ροκαμπιλάδων. Κι εκεί, λίγο πριν χαθούνε τους είδαν, κάθονταν ημίγυμνοι μια κιθάρα ο ένας, ένα κοντραμπάσο ο άλλος, με ένα πάντσο ο τρίτος κι ο τέταρτος με μια φυσαρμόνικα και περιγελούσαν τον καυτό ουρανό και την αδηφάγα έρημο. Εκεί είδα το αληθινό όραμα του rock en roll.
- Πως ονομάζεσαι; μου είπαν.
- Δεν έχω όνομα είπα. Εδώ ήρθα για να βαπτιστώ ξανά.
- Θα σε λέμε μπλουζ αλλά θα περάσεις από κάποιες δοκιμασίες. Σου αρέσει  ο Buddy Holly;
- Ναι, αρκετά. Ο τύπος που καθιέρωσε τις δυο ηλεκτρικές κιθάρες δεν είναι με τα γυαλιά;
- Μπράβο. Τι γνώμη έχεις για τον Johnny Cash;
- Την καλύτερη.
- Για τον Άγιο;
- Ποιον Άγιο;
- Έλα τώρα προσπάθησε μην χάσεις τη ευκαιρία, θες να βαπτισθείς, θες ένα όνομα.
- Άφησέ με να σκεφτώ ποιον, Άγιο λες;
- Ξέρεις πολλούς Άγιους;
- Ομολογώ πως όχι.
- Ένας είναι ο Άγιος, σκέψου.
- Τον Άγιο Tom σωστά; Αυτόν εννοείται τον Άγιο Tom.
- Τον Άγιο Θωμά, ναι.
Εβαπτίστικα μπλουζ, με βοήθησαν να βγω απ' την έρημο, κρατώντας μου συντροφιά με ένα χιλπίνι παίζοντας το όργανό τους. Ο Άγιος Tom Waits εγκαθιδρύθηκε πάνω απ' τα κεφάλια μας μέσα σε ωραίες χρυσοποίκιλτες κορνίζες και η ζωή μου φωτίστηκε περισσότερο όταν γνώρισα ατόν τον άνθρωπο.
Μανώλης Αγγελάκης.


- Πως το λένε εκείνο το σημείο του ορίζοντα, εκεί κάτω που ίσα που διακρίνεται;
- Το λένε το σημείο που θέλουμε να φτάσουμε.
- Δηλαδή;
- Στόχος.
- Δηλαδή;
- Όνειρο.
- Δηλαδή;
- Έεε ..... προοπτική;
- Δηλαδή;
- Ελπίδα;
- Δηλαδή;
- Κουράγιο;
- Δηλαδή;
- Άσε με να' χω κάτι, άσε με να' χω κάτι στο βάθος του δρόμου, κάτι που να φαίνεται σαν έξοδος, έστω σαν έξοδος κινδύνου.
Συνηθίσαμε, συνηθίσαμε πολλά πράγματα, πάρα πολλά. Συνηθίσαμε  και τις άγριες εικόνες, δίπλα μας, γύρω μας, πίσω μας, μπροστά μας, πλάι μας. Συνηθίσαμε τον θάνατο, συνηθίσαμε την εικόνα του. Τι είμαστε, τι γίναμε, μη γίνουμε, μην είμαστε, μη γίνουμε, μην προφτάσουμε, μην προλάβουμε να γίνουμε, μη συνηθίσουμε, μη συνηθίσουμε.


Και ανοίγανε μικρά κουτάκια, μουσικά, στη σειρά βαλμένα, καθαρά, παστρικά πλυμένα κουτάκια και το ένα κουτάκι έβγαζε χειμώνες, το άλλο κουτάκι έβγαζε θύελλες, το παράλλο κουτάκι έβγαζε το καινούργιο που θα 'ρχότανε. Κι από κείνη την ακινησία μιας ολόκληρης "προγκρέσιβ" μαλακισμένης εποχής, ξεπήδησαν κάποιοι παραληρηματικοί ρυθμοί με ένα μπιτ, μέσα από ένα μικρό σκοτεινό δωμάτιο από ατροφικά παιδιά γεμάτα κάρβουνο, γεμάτα διοξίνες, γεμάτα αλκοόλ, γεμάτα καθόλου μέλλον. "Μπιτάρανε" στα υπόγειά τους κι απέξω οι καμινάδες συνέχιζαν να μαυρίζουν πανέμορφα το τοπίο, ναι, με όμορφους πρωτότυπους αληθινούς στίχους, μ' ένα μπάσο, με μια ντραμς και με πολλές επιληπτικές βραδιές και στο τέλος με μικρές θλιμμένες διαδρομές προς αυτοσχέδιες αγχόνες για αυτόχειρους νέους. Τότε ήταν που εκείνο το βινύλιο δεν το 'κλεψα, το δούλεψα για να το αγοράσω και περίμενα ένα μήνα να το στείλουν με το ταχυδρομείο απ' το Μάντσεστερ, και το λιώσαμε, το λιώσαμε. Τότε ήταν που είδα και αυτό το παιδί, το αδύνατο παιδί με τα γυαλιά σ' ένα δρόμο στα Εξάρχεια, μ' ένα καθαρό πρόσωπο μ' ένα οξυδερκές βλέμμα και με μια αλητεία που δεν σύναδε με το παρουσιαστικό του αλλά ήταν πολύ πιο υψηλής σχολής από οποιονδήποτε "αλήτη" ήξερα μέχρι τότε. Ο δίσκος που είχα αγοράσει ήταν οι Joy Division κι αυτό το αλητάκι που πρωτοείδα ήτανε ο Αλέξανδρος Βούλγαρης.
The Boy.


- Και γιατί ήρθες εδώ;
- Δεν το θέλησα, με φέρανε.
- Εσύ διάλεξες τους γονείς σου, βλάκα.
- Εγώ; Αλήθεια; Νόμιζα ότι ήταν τυχαίο. Τέλος πάντων τώρα, μη μου βάζεις δύσκολα. Και τελικά τι ήρθα να κάνω;
- Να πέφτεις.
- Και μετά;
- Να σηκώνεσαι.
- Και μετά;
- Να ξαναπέφτεις και να ξανασηκώνεσαι.
- Δε θέλω που ήρθα, με τρομάζει αυτό.
- Να σου πω μια ιστορία, είχα πάει πιτσιρίκι κι όταν λέμε πιτσιρίκι πολύ μικρός σ' ένα κλειστό γήπεδο που το λέγαμε και το λένε γήπεδο του Σπόρτινγκ.
- Τι μου λες τώρα, ιστορίες για αγρίους και φαντάσματα.
- Άκου, άκου. Εκεί με είχε πάει ένας μεγαλύτερος ξάδελφός μου. Είχε στριμωξίδι μέχρι να μπούμε και υπήρχε στην ατμόσφαιρα κάτι περίεργο. Αδημονούσαν οι περισσότεροι να δουν κάτι το οποίο νόμιζαν ότι θα τους εκτόξευε από δω μέχρι τον Άρη ή ότι θα τους έδινε μια γερή γροθιά ή ότι θα τους άλλαζε από κείνη την βραδιά τη ζωή.
- Τ ι είχες πάει να κάνεις εκεί;
-  Ήταν μια μπάντα που γινόταν σούσουρο τότε, για την εποχή της, απ' την Αυστραλία. Birthday Party τους λέγανε. Και βγήκε ένας τύπος κοκαλιάρης, αυτόν πρέπει να σου πω ότι πρέπει να τον αμολύσανε τότε. Έπεφτε κάτω στα γυαλιά κι έκανε κάτι ακροβατικά και τραγούδαγε, έφτυνε δεν ξέρω, δεν ξέρω αν τραγούδαγε ή έφτυνε ήταν μέσα στα ξερατά του, ερμήνευε για λίγο μετά σάλια, ήταν, ήταν, ήταν τρομερός σου λέω, εγώ αναγεννήθηκα φεύγοντας. Σου λέω αυτός ο άνθρωπος για τρεις ώρες έπεφτε, σηκωνόταν, έπεφτε, σηκωνόταν, έπεφτε, σηκωνόταν.
- Και μετά;
- Μετά μεγάλωσα μαζί του, μεγάλωσα μαζί του παράλληλα, μάθαινα για τη ζωή του. Έπεφτε, σηκωνόταν, έπεφτε, σηκωνόταν. Πρόσφατα έμαθα έχασε και ένα απ' τα παιδιά του, έμαθα κιόλας ότι φοράει το κουστούμι του, ξυπνάει νωρίς, πάει στο γραφείο του, κάνει πρόβες κάθε μέρα έστω για τρεις ώρες στο πιάνο του, βγάζει κάτι Θείες μελωδίες πλέον.
- Τι είναι αυτός, λογιστής;
- Όχι, είναι ο Nick Cave, τον έχεις ακουστά;
- Δεν ξέρω εγώ από ξένα, άσε με εγώ μόνο τα ντόπια γνωρίζω.
- Τι γνωρίζεις απ' τα ντόπια όπως λες.
- Όσο και αν σου φανεί περίεργο δεν ξέρω πως τον λες αυτόν τον τύπο αλλά εγώ λατρεύω πάρα πολύ μια μπάντα που έτυχε και την άκουσα πριν χρόνια και συνεχίζει. Πραγματικά, και να σου πω την αλήθεια να, να σου γνωρίσω τους δυο υπεύθυνους αυτής της μπάντας; Έ; Τον Περικλή και τον Μάνο;
Mani Deum.
Nick Cave.


Και όλες αυτές οι κοινές καταβολές,
καταγωγές, το κοινό σπέρμα
οδήγησε μέσα στα χρόνια σε φιλίες
πέρα από τις μουσικές φιλίες
και σε αληθινές φιλίες
με ανθρώπους με παιδιά νέα
που ενώσαμε τα οράματά μας
και με αρκετή δουλειά
και πολύ αγάπη για τη μουσική
και για το στίχο
και για την ποίηση
και για τη συγγραφή
χωρίς αποφθέγματα κι αφορισμούς
φτάσαμε σε ανθοφορίες
τις οποίες παραδώσαμε στα επόμενα
και στα επόμενα παιδιά
στους νέους ανθρώπους
με τις δικές τους ανθοφορίες που θα 'ρθουν
με όλα αυτά από τις ΡΙΖΕΣ
όλα αυτά τα ΑΝΘΗ του καλού.


Κι εκεί ήταν από τα βιβλία που δεν κάηκαν,
που γλίστρησε κατά τύχη ένα, 
κι ο τίτλος του ποιήματος 
που άνοιξε στα πόδια, 
με ερέθισε, κάνοντάς με να θέλω 
και εγώ να γράψω ένα στίχο, 
αλλά με τον ίδιο τίτλο. 
Τον τίτλο που είχε βρει 
ο Διονύσιος Σολωμός
στο ποίημά του 
"Φαρμακωμένη".


Και περιμέναμε έξω από ένα μεγάλο κτίριο
για να πάρουμε την έγκριση των δικαιωμάτων του ποιητή.
Και κάποια γεροντάκια μέσα,
επίτροποι και σύμβουλοι του συλλόγου του ποιητή,
ακούγανε σε κασετόφωνο,
το demo μας απ' την πρόβα.
Και περιμέναμε δυο ώρες,
και μαζί μας περίμεναν κι άλλοι με κασέτες
στην πάνω τσέπη του σακακιού τους,
στην κωλότσεπη, στην τσάντα τους.
Πολλές κασέτες, πολλά demos από πρόβες.
Και τελικά με αγωνία, βγήκε ένα γεροντάκι
κρατώντας την κασέτα μας και μας είπε :
- Έχετε την άδειά μας, μπορείτε τον ποιητή να τον μελοιποιήσετε.
Κι έτσι μελοποιήσαμε τον Κώστα Ουράνη.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι.


Θυμάμαι τότε που είχε έρθει η καταστροφή.
Εσύ με πήρες απ' το χέρι
και μου 'δειξες τη Βαρκελώνη
και μου 'δειξες το "Palau de la Musika".
Δεν είχαν εισιτήρια, βρήκαμε τελευταία στιγμή.
Ανεβήκαμε στον εξώστη και μπλέξαμε
με τους τρελαμένους μαθηματικούς
μινιμαλιστικούς αυτοσχεδιασμούς του Nyman.
Michael Nyman.
If.


Ειρήνη, Γιώργος, Νίκος, Σοφία, Αλέκος, Πασχάλης στον ήχο.
Σας ευχαριστούμε όλες και όλους.
Θέλω να ευχαριστήσω όλους αυτούς τους εξαιρετικούς μουσικούς και φίλους.
Δεν θα μπορέσουμε να παίξουμε άλλα, θα προσπαθήσω ένα με την Ειρήνη.
Θα ξανανταμώσουμε στο μέλλον με κάποια άλλη ευκαιρία.
Να είσαστε όλοι καλά, μην το βάζετε κάτω με τίποτα.
Δύναμη σ' όλους.


Ειρήνη μου κάτσε να παίξουμε ένα.




Υ.Γ. Αγαπημένε φίλε Θάνο, σ' ευχαριστούμε πολύ για τις πανέμορφες στιγμές που απλόχερα μας έχεις χαρίσει με την τέχνη σου.

Αναγνώστες